ἧλος

ἧλος
ἧλος: pl., nails, studs, only used for ornamentation, Il. 1.246, Il. 11.29, 633. (Il.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἦλος — barren spot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἧλος — nail head masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… …   Dictionary of Greek

  • ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”